Ενας αιώνας και πλέον ελληνική δημιουργία και εφευρετικότητα στον τομέα του επίπλου…

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Μύθος αποδεικνύεται τελικά η εντύπωση ότι οι Έλληνες αγοράζουν έπιπλα παθητικά, μιμούμενοι τις διεθνείς αισθητικές τάσεις, ότι οι εγχώριοι παραγωγοί αντιγράφουν τα ξένα προϊόντα και ότι αξιόλογοι ντόπιοι σχεδιαστές δεν υπάρχουν.

Ενα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, με τίτλο «Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα από το 1830 έως το 1940» ανατρέπει αυτές τις κοινές πεποιθήσεις, καταδεικνύοντας την ελληνική δημιουργία και εφευρετικότητα ενός και πλέον αιώνα στον τομέα του επίπλου.

Οι συγγραφείς του, Γιώργος Παρμανίδης και Ευφροσύνη Ρούπα, καταγράφουν τόσο την προσπάθεια των Ελλήνων να δημιουργήσουν προϊόντα με αισθητική ταυτότητα όσο και τις προτιμήσεις των καταναλωτών στο ντόπιο προϊόν ή σε έπιπλα με ύφος πλησιέστερο στην πολιτιστική παράδοση της χώρας.

Οπως αναφέρεται, κατά την περίοδο 1827-1851, εργαλεία, υλικά, τεχνογνωσία και, κυρίως, έτοιμα έπιπλα θα εισαχθούν από το εξωτερικό για να εξοπλίσουν το παλάτι του Οθωνα και τις μεγαλοαστικές κατοικίες των Ελλήνων της Διασποράς.

Τα πρώτα σημαντικά δείγματα διάδοσης της τέχνης της επιπλοποιίας παρατηρούνται την περίοδο 1851-1873.

Εδραίωση

Ο κλάδος εδραιώνεται ουσιαστικά από το 1873, όταν η Αθήνα είναι πλέον ένα αστικό κέντρο με αυξανόμενο πληθυσμό, ο οποίος συγκεντρώνεται στην πρωτεύουσα προερχόμενος από άλλες περιοχές της ελεύθερης χώρας που παρήκμαζαν. Κύριο χαρακτηριστικό του αθηναϊκού πληθυσμού ήταν το όνειρο της ένταξής του στην αστική κοινωνία, το οποίο εκφράστηκε με την κατανάλωση προϊόντων του αστικού πολιτισμού, μεταξύ των οποίων τα έπιπλα. Η ανοδική πορεία της ελληνικής αστικής επιπλοποιίας, σύμφωνα με την έρευνα, ξεκινάει με απλή εμπορευματική παραγωγή κατά την περίοδο 1851-73, ενώ η διεύρυνσή της διέπεται από την κεφαλαιοκρατική αντίληψη κατά την περίοδο 1873-1895.

Κατά τις περιόδους αυτές αναπτύχθηκαν κυρίως ατομικά εργαστήρια, μικρής παραγωγής, με χειροτεχνική ως επί το πλείστον οργάνωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1875-95 τα επιπλοποιεία στην Αθήνα παρουσίαζαν αύξηση κατά 88%, ενώ εντονότερος ρυθμός ανάπτυξης επικράτησε στα ξυλουργεία τα οποία σχεδον τριπλασιάστηκαν. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1892-1895 λειτουργούσαν στην Αθήνα συνολικά 140 «καταστήματα» (εργαστήρια) κατεργασίας ξύλου (ξυλουργοί, τορναδόροι κ.λπ.) εκ των οποίων τα 85 ήταν εργαστήρια κατασκευής επίπλων.

Από το 1895 και μετά, τις μικρές επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα που λειτουργούσαν με τεχνίτες από διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, διαδέχονται εκμηχανισμένες μονάδες.

Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 1930, όταν ο κλάδος γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση με την ποσοτική αναβάθμιση της παραγωγής και την εξέλιξη της τεχνογνωσίας και του εκμηχανισμού, ο Ελληνας επιπλοποιός στράφηκε στο «έτοιμο» τυποποιημένο έπιπλο. Το 1930 οι απόηχοι της διεθνούς οικονομικής ύφεσης (1929) έφθασαν και στη χώρα μας προκαλώντας επιπτώσεις και στην ελληνική μεταποίηση. Τότε αποκαλύπτονται και τα εγγενή προβλήματα στον κλάδο της επιπλοποιίας. Η ασταθής και ευαίσθητη εγχώρια αγορά, η έλλειψη πρώτης ύλης, η παρωχημένη τεχνολογία σε κρατικό επίπεδο και τέλος ο Β΄ παγκόσμιος Πόλεμος αναχαίτισαν την ανοδική πορεία του κλάδου.

Ταυτότητα

Στην περίοδο της άνθησής του, αισθητή ήταν η προσπάθεια των Ελλήνων να δημιουργήσουν προϊόντα με ελληνική ταυτότητα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο ευρωπαϊκές αισθητικές τάσεις, πάντως, εξαπλώθηκαν και στην Ελλάδα. Κυρίαρχες ήταν ο ιστορισμός και ο εκλεκτισμός, οι αναβιώσεις δηλαδή των μορφολογικών προτύπων που δημιουργήθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι και τον 18ο αιώνα (κλασικισμός, μπαρόκ, ροκοκό κ.ά.).

Δημοτικότητα απέκτησαν και οι μεταρρυθμιστικές τάσεις, όπως το Αρτ Νουβώ ή το γοτθικό ύφος. Την περίοδο του Μεσοπολέμου διαδόθηκαν το μοντέρνο κίνημα και το Αρτ Ντεκό.

Ειναι προφανές, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, ότι από την ιστορία του επίπλου αναδεικνύονται για πρώτη φορά πολιτισμικά και πολιτιστικά θέματα της ελληνικής κοινωνίας επί ένα και πλέον αιώνα. «Μέσα από τις ταπεινές λειτουργίες και τελετουργίες της καθημερινής ζωής, τις μικρές ανάγκες και τις υψηλές προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στα όρια μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου χώρου, ξεπηδούν τα ιδεολογικά ρεύματα και η συμπεριφορά των καταναλωτών, η πορεία της τεχνολογίας, συνυφασμένα πάντα με ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά γεγονότα».

Συγγραφή: Γιώτα Μυρτσιώτη

Πηγή: kathimerini.gr